καθορῶντες

καθορῶντες
καθοράω
look down
pres part act masc nom/voc pl
καθοράω
look down
pres part act masc nom/voc pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεοντώδης — ες (Α λεοντώδης, ῶδες) [λέων] αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντοειδής («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», Πλούτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντῶδες α) η φύση τού λιονταριού («ἡ δ αὐθάδεια καὶ δυσκολία ψέγεται οὐχ ὅταν τὸ λεοντῶδές… …   Dictionary of Greek

  • υψόθεν — και βοιωτ. τ. οὑψόθεν Α επίρρ. 1. από ψηλά, άνωθεν («καθορῶντες ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον», Σοφ.) 2. υψηλά, ψηλά 3. (με γεν.) επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. ό θεν (βλ. λ. θε), πρβλ. τηλ ό θεν, χαμ ό θεν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”